ΜΙΑ ΣΤΙΓΜΗ ΧΑΛΑΡΩΣΗΣ
Ένα ποτάμι κυλάει
Ανάμεσα στα πλατάνια
Το νερό χαϊδεύει τα δέντρα
Και συνομιλεί με τις πέτρες
Σε ένα τέτοιο ποτάμι
Βούτηξε η ψυχή μου
Να δροσιστεί, να παίξει
Να ταξιδέψει
Παρέα της, τα φύλα
Που πέφτουν απ τα πλατάνια
Οι θόρυβοι του δάσους
Και οι κρυμμένες νεράιδες
Όχι σκέψη. Χαλάρωση
Ανακάτεμα με τη φύση
Και το νερό να κυλάει
Και οι ήχοι να μαγεύουν
Στιγμές που θα μείνουν αξέχαστες
Μέχρι να φανούν οι άνθρωποι
Όχι! Οι άνθρωποι, δεν είναι κακό!
Απλά, σε επαναφέρουν στον πολιτισμό
ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ 04/11/2009
ΠΗΓΗ ΕΜΠΝΕΥΣΗΣ
Υπεροχο..χαλαρωσα και γω λιγο μαζι σου..σ\’ευχαριστω ποιητη μου!καλο απογευμα. 🙂
Πολύ όμορφο και βουκολικό ,είναι η γιορτή της φύσης ;Καλό βραδυ φιλε μου
Ποσο πολυ μας λειπει η φυση…Με ταξιδεψες…Καλο απογευματακι!!!
Α! Αλέξανδρέ μου!! Τι όμορφο το ποιήμά σου! Ταξιδιάρικο! Σ\’ευχαριστώ!Τόχεις, τόχεις το χάρισμα, καλέ μου!Μιας , όμως και μιλάς για πλατάνια και νερά και πετρούλες και νεραίδες, να σου πω για ένα τέτοιο ακριβώς τόπο.Είναι ο τόπος που τριγύρναγα παιδί , πάνω στο βουνό , στο χωριό του πατέρα μου, σαν με πήγαιναν τα καλοκαίρια διακοπές οι γονείς μου. Ολο πλατάνια και νερά και πηγές και ψιθύρους για νεραίδες που κρύβονταν στα πλατανόφυλλα.., Κάθε μεσημέρι, που λες, με στέλνανε από το σπίτι,- ένα παλιό, πέτρινο με σκέπη από σχιστόλιθους- να πάω ίσαμε με την πηγή να φέρω κρύο νερό στον μπότη ( Ο μπότης ήταν ένα πήλινο δοχείο για νέρό)Επαιρνα, λοιπόν το μονοπάτι με τον ήλιο να με καίει στην πλάτη μου- θυμάμαι- και σε λίγο έφτανα στις πηγές.Ηταν ένα μέρος γιομάτο πλατάνια ψηλά, τα πουλιά κουρνιασμένα στα πυκνά τα φυλλώματά τους- ούτε που ταβλεπα, μοναχά τ\’ ακουγα..Το μέρος ήταν γιομάτο σκιές και έπαιρνε ο τόπος εκεί μια περιέργη απόχρωση σαν πως ο ήλιος ακούμπαγε πάνω στα πράσινα τα φύλλα τους και κείνα τον στέλναν χρωματιστόν πράσινον ως κάτω. Οι πηγές ήταν χωμένες μες στα βράχια. Από κείνες έρρεαν συνεχώς τρεχούμενα τα νερά ενός ποταμού υπόγειου και μετά αυτά κύλαγαν αναμεσίς από μεγάλες και μικρότερες πέτρες ισαμε να φτειάξουνε πιό κάτω το ποτάμι που στην πορεία του πέρα ως την θάλασσα άλλοτε φαινόταν και άλλοτε κρυβόταν κάτω από την γη…. Θυμάμαι, πόσο λείες ήσαντε οι πέτρες..Επρεπε να προσέχω πολύ σαν έκανα τα άλματα πάνω τους..Χρόνια πολλά το νερό σαν έτρεχε πάνω τους , τις λείαινε, βλέπεις.Κι έκανε ένα κρύο εκεί, Αλέξανδρέ μου..Ψυχρά ρεύματα διαπερνούσαν κείνον τον τόπο- σαν ναρχονταν από το πουθενά Και πιό κεί , να φαντασθείς, περα στο μονοπάτι να σκάει ο τζίτζικας. Πότε πότε ήμουνα μονάχη μου εκεί, και στεκομουνα κάτω από τα πλατάνια μισή στις σκιές τους, μισή στον ήλιο με τα πόδια γυμνα πάνω στις λείες τις πέτρες κι άκουγα τα κελαηδίσματα των πουλιών και το θρόισμα των φύλλων.Αλλοτε, όμως, εύρισκα κι άλλους κεί . Οσο περίμενα να γιομίσω τον μπότη και να ξαποστάσω λίγο πριν πάρω την ανηφόρα στο μονοπάτι για το σπίτι, μου λέγανε ιστορίες για νεραίδες και ξωτικά που κρύβονταν στα δέντρα.. Και μουλεγαν , θυμάμαι να προσέχω, μην και σωπάσουν τα πουλιά να κελαηδάνε στις φυλλωσιές. Τότε, λεει, περνάγανε οι νεραιδες από κεί.. Και έπρεπε να κρατήσω κι εγώ τότε σιωπή, σαν κι εκείνα.. Και τις νύχτες μου λεγανε ακούγονταν παράξενοι ήχοι..Ακόμη ως τα σήμερα, Αλέξανδρέ μου, στο μέρος εκείνο δεν έχω πάει αμα κι έπεφτε ο ήλιος να δύσει..Ξέρεις, χαρά μου, όλο αυτό μέρος του πολιτισμού μας ήτανε και είναι…Είτε με , είτε και χωρίς τους ανθρώπους…Καλη σου νύχτα και όνειρα γλυκά!
πολυ-πολυ ομορφο….. ταξιδιαρικο….καλο απογευμα ναχεις ….